- ακατέβαστος
- -η, -ο1. εκείνος που δεν τόν έχουν κατεβάσει«ακατέβαστα πανιά»2. εκείνος που δεν έχει κατέβει χαμηλότερα από την ψηλότερη τοποθεσία όπου διαμένει.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κατεβαστός < κατεβάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατέβαστος — η, ο 1. αυτός που δεν κατεβάστηκε: Έμενε ακατέβαστος ο τελευταίος της συντροφιάς. 2. αυτός που δεν κατέβηκε: Ήμουν ακόμη ακατέβαστος όταν άρχισα να ζαλίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατέβατος — η, ο 1. ο ακατέβαστος 2. εκείνος, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατέβει «ακατέβατος γκρεμός» 3. αυτός, στον οποίο δεν γίνεται μείωση, έκπτωση «ακατέβατες τιμές» και επίρρ. ακατέβατα χωρίς καμιά έκπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβατός <… … Dictionary of Greek